- καλομιλώ
- καλομιλώ και καλομιλάω καλομίλησα1. μιλώ με ευχέρεια κάποια γλώσσα: Την καλομιλάει την αγγλική.2. μιλώ σε κάποιον με καλό τρόπο: Του καλομίλησα, αν και δεν του έπρεπε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.